- διότιπερ
- διότιπερ, strengthd. for διότι,A because, Iamb. in Nic.p.83 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διότιπερ — διότι , διότι because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διότι — (AM διότι) (σύνδ. αιτιολ.) γι αυτό, γι αυτόν τον λόγο αρχ. 1. (σε πλάγια ερώτηση) για ποιόν λόγο 2. ότι 3. (επιτατ.) διότιπερ γιατί ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + ότι*] … Dictionary of Greek